φελλός

φελλός
ο
1) пробковая кора; 2) пробка; затычка; 3) поплавок; 4) легкомысленный человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φελλός" в других словарях:

  • φελλός — cork oak masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • φελλός — ο 1. σπογγώδης φυτικός ιστός, ελαφρός, ελαστικός και αδιάβροχος, που αποτελεί το εξωτερικό στρώμα του φλοιού ορισμένων δέντρων. 2. κομμάτι από αυτή την ύλη ή είδος κατασκευασμένο από αυτή: Tο μπουκάλι κλείνει με φελλό. 3. πώμα, τάπα μπουκαλιού ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάτω Φελλός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 43 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • φελλοῖς — φελλός cork oak masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλοί — φελλός cork oak masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλοῦ — φελλός cork oak masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλούς — φελλός cork oak masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλῶν — φελλός cork oak masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλῷ — φελλός cork oak masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλόν — φελλός cork oak masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»